- πυρίτροχος
- πῠρί-τροχος, ον,A fiery in its course, Nonn.D.14.292.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίτροχος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που τρέχει ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τροχος (< τροχός < τρέχω), πρβλ. σιδηρό τροχος] … Dictionary of Greek
πυρίτροχον — πυρίτροχος fiery in its course masc/fem acc sg πυρίτροχος fiery in its course neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριτρόχου — πυρίτροχος fiery in its course masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek